Λέξη: φυτίλι
Σχετικές λέξεις: φυτίλι
φυτίλι για πυροτεχνήματα, φυτίλι αποκόλλησης, φυτίλι ατμοποιητών, φυτίλι για kerosun, φυτίλι μετάφραση, φυτίλι kerosun, φυτίλι ekowool, φυτίλι για κεριά, φυτίλι ονειροκριτης, φυτίλι πυροτεχνημάτων
Συνώνυμα: φυτίλι
θρυαλλίς, προσάναμμα, έναυσμα, ύσκα
Μεταφράσεις: φυτίλι
φυτίλι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fuse, wick, tinder, a wick, the wick
φυτίλι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mecha, fusible, fundirse, fundir, derretirse, la mecha, fieltro, de mecha, mecha de
φυτίλι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sicherung, vermischen, zündkapsel, zünder, mischen, zündschnur, Docht, Dochts, wick
φυτίλι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sûreté, confondre, détonateur, fusionner, fuser, fondre, amalgamer, allumeur, mèche, fusible, liquéfier, amorce, dégeler, allier, la mèche, mèches, mèche de, de mèche
φυτίλι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fusibile, miccia, valvola, stoppino, lucignolo, dello stoppino, wick, lo stoppino
φυτίλι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fusível, pavio, mecha, wick, torcida, feltro de lubrificação
φυτίλι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lont, kousje, wiek, pit, Wick, kous
φυτίλι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плавки, стапливать, плавка, затравка, погаснуть, припаиваться, плавить, сливаться, соединять, фитиль, расплавиться, припаяться, сваривать, взрыватель, растворяться, запал, фитиля, фитилем, фитил
φυτίλι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lunte, sikring, veke, Wick, veken, veiken
φυτίλι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
säkring, veke, Wick, veken, vekes
φυτίλι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sulake, lunttu, varoke, yhtyä, sulaa, sekoittua, sydän, wick, sydämen, sydänlanka, sydäntä
φυτίλι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
væge, Wick, vægen, i Wick
φυτίλι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozpustit, slučovat, zapalovač, roztavit, spojit, smíchat, tát, tavit, sloučit, smísit, slít, knot, Wick, knotu, knotový
φυτίλι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
korek, lamelka, suszyć, amalgamować, stapiać, zapalnik, bezpiecznik, lont, stopić, roztapiać, topić, knot, tampon, wick, knota
φυτίλι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kanóc, Wick, kanócot, kanócos
φυτίλι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fitil, Wick, fitilin, fitili, fitilli
φυτίλι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плавка, сірник, зварювати, розчинятися, пробка, сплавляти, гніт, ґніт, фітіль, шнур
φυτίλι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fitil, kandilin që bën
φυτίλι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
правите, фитил, тампон, фитила, тампона
φυτίλι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кнот, фіціль
φυτίλι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sulama, süütenöör, taht, tahi, küla, wick
φυτίλι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osigurač, sjediniti, fitilj, Wick, stijenj, gaza, tampon
φυτίλι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Wick
φυτίλι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tamponas, dagtis, Wick, miestelis
φυτίλι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dakts, Wick, deglis, daktis
φυτίλι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фитил, коронката, со фитил, фитил на
φυτίλι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fitil, Wick, fitilul, fitilului, fitil care
φυτίλι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stenj, stenja, stenjem, wick, stenj po
φυτίλι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozbuška, knôt, knot, wick
Τυχαίες λέξεις