Subskribovat στα ελληνικά
Μετάφραση: subskribovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγγυώμαι, ασφαλίζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ctižádostivě στα ελληνικά - φιλόδοξος, Φιλόδοξο, Φιλόδοξη, Φιλόδοξοι, Φιλόδοξα
- masturbovat στα ελληνικά - αυνανίζομαι, αυνανίζονται, μαλακίζομαι, αυνανιστεί, masturbate
- nářečí στα ελληνικά - καθομιλούμενος, διάλεκτος, διάλεκτο, διαλέκτου, ιδίωμα, τη διάλεκτο
Τυχαίες λέξεις
Subskribovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγγυώμαι, ασφαλίζω
Μεταφράσεις: εγγυώμαι, ασφαλίζω