Λέξη: παθογόνος

Σχετικές λέξεις: παθογόνος

παθογόνος μικροοργανισμός listeria, παθογόνος μικροοργανισμός

Συνώνυμα: παθογόνος

νοσογόνος

Μεταφράσεις: παθογόνος

παθογόνος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pathogenic, pathogen, pathogenesis, a pathogenic

παθογόνος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
patógeno, patógena, patógenos, patogénico, patógenas

παθογόνος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pathogen, pathogenen, pathogene, pathogener

παθογόνος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pathogène, pathogènes, pathogénique, pathogène de

παθογόνος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
patogeni, patogeno, patogena, patogenicità, patogenetico

παθογόνος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
patogênico, patogênica, patogénico, patogénica, patogênicos

παθογόνος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pathogene, ziekteverwekkende, pathogeen, pathogène, ziekteverwekkers

παθογόνος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
патогенный, болезнетворный, патогенные, патогенных, патогенными, патогенным

παθογόνος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
patogene, sykdomsfremkallende, patogen, sykdomsfremkall, sykdomsframkallende

παθογόνος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
patogena, patogen, patogent, pathogenic, sjukdomsframkallande

παθογόνος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
patogeeninen, patogeenisen, patogeenisten, patogeeniset, patogeenisiä

παθογόνος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
patogene, patogen, sygdomsfremkaldende, patogent, er patogene

παθογόνος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
patogenní, choroboplodný, patogenních, patogenními, patogenního, patogenním

παθογόνος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chorobotwórczy, patogenny, patogenne, chorobotwórcze, zjadliwa

παθογόνος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
patogén, kórokozó, patogenitású, a kórokozó, a patogén

παθογόνος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
patojenik, patojen, patojeniteli, patogenik

παθογόνος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
патогенний

παθογόνος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
patogjene, patogjen, patogjenik, patogjenë, patogjenike

παθογόνος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
патогенен, патогенна, инфлуенца, патогенни, патогенната

παθογόνος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
патагенны

παθογόνος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haigusttekitav, patogeensete, patogeenne, patogeensed, patogeensusega, patogeense

παθογόνος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
patogenih, patogeni, patogenim, patogene, patogen

παθογόνος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjúkdómsvaldandi, Pathogenic, sýkingu, valda sjúkdómum, meinvirk

παθογόνος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patogeninis, patogeniškas, patogeniškumo, patogeniško, patogeninių

παθογόνος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
patogēns, patogēno, patogēnās, patogēnā, patogēnais

παθογόνος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
патогени, патогените, патоген, патогена, на патогени

παθογόνος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
patogen, patogene, patogenă, patogenitate, patogenic

παθογόνος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
patogeni, patogenih, patogen, patogene, patogena

παθογόνος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
choroboplodný, patogénne, patogénnej, patogénnu, patogénny, patogénnou
Τυχαίες λέξεις