Suspendování στα ελληνικά
Μετάφραση: suspendování, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακοπή, αναστολή, εναιώρημα, ανάρτηση, αναστολής, αιώρημα
Μεταφράσεις
- hodit στα ελληνικά - κάνω, βέλος, κλυδωνίζομαι, δειλός, συνεσταλμένος, εμβολίζω, εκσφενδονίζω, ...
- křovisko στα ελληνικά - θάμνος, Μπους, θάμνο, ο Μπους, του Μπους
- mramor στα ελληνικά - μαρμάρινος, μάρμαρο, μαρμάρινο, μαρμάρινα, μαρμάρου, μαρμάρινη
- okamžitý στα ελληνικά - στιγμιαίος, ωθώ, γρήγορος, υποκινώ, στιγμή, άμεσος, άμεση, ...
Τυχαίες λέξεις
Suspendování στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακοπή, αναστολή, εναιώρημα, ανάρτηση, αναστολής, αιώρημα
Μεταφράσεις: ανακοπή, αναστολή, εναιώρημα, ανάρτηση, αναστολής, αιώρημα