Svolávat στα ελληνικά
Μετάφραση: svolávat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επικαλούμαι, συγκαλεί, συγκαλέσει, σύγκληση, συγκαλέσουν, να συγκαλέσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- disident στα ελληνικά - διαφωνών, αντιφρονούντα, αντιφρονών, αντιφρονούντων, αντιφρονούντος
- dojímavý στα ελληνικά - συγκινητικός, συγκινητικό, συγκινητική, αγγίζοντας, επαφή, άγγιγμα
- nesouměřitelný στα ελληνικά - μη δυνάμενος να μετρηθή, ασύγκριτα, ασύμμετρες, ασύμμετρα, ασύμβατων
- nádor στα ελληνικά - πρήξιμο, φλεγμονή, όγκος, καρκίνος, ανάπτυξη, όγκου, του όγκου, ...
Τυχαίες λέξεις
Svolávat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επικαλούμαι, συγκαλεί, συγκαλέσει, σύγκληση, συγκαλέσουν, να συγκαλέσει
Μεταφράσεις: επικαλούμαι, συγκαλεί, συγκαλέσει, σύγκληση, συγκαλέσουν, να συγκαλέσει