Λέξη: κριτής

Σχετικές λέξεις: κριτής

κριτής & ραψωδός φιλόλογος - περί του έλληνα ακροατή στιχοι, κριτής του ισραήλ, κριτής - μη μου ζητάς (για σένα μικρή μου) lyrics, κριτήσ γεδεών, κριτής σαμψών, κριτής & ραψωδός φιλόλογος - έμαθα πως, κριτής της οικουμένης, κριτής - θέλω να είσαι εκεί στιχοι, κριτής σαμουήλ, κριτής ιεφθάε

Συνώνυμα: κριτής

δικαστής, γνώμη, γνώστης, ειδήμονας, επικριτής, τεχνοκρίτης, διαιτητής, αγωνοδίκης

Μεταφράσεις: κριτής

κριτής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
judge, critic, referee, umpire, reviewer

κριτής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conocedor, juzgar, árbitro, juez, juez de, magistrado, el juez, jueza

κριτής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sachverständige, schätzen, jurist, urteilen, sachverständiger, richter, beurteilen, Richter, Richters, Richterin

κριτής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
juge, apprécier, priser, estimer, arbitre, penser, taxer, arbitrer, évaluer, critiquer, juger, coter, juge a, le juge, juge de, juges

κριτής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giudice, stimare, arbitro, giudicare, ritenere, giudice di, giudice ha, magistrato

κριτής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
achar, medir, jubilar, judiciar, julgar, juiz, juiz de, juíza, juízes

κριτής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
richter, oordelen, berechten, beoordelen, rechter, jurylid, keurmeester

κριτής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
судить, арбитр, эксперт, ценитель, судья, рассудить, судьи, судьей

κριτής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dommer, dommeren, dømme, bedømme

κριτής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bedöma, domare, döma, uppskatta, domaren, domstol

κριτής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
leimata, repostella, käräjätuomari, tuomita, tuomari, tuomarin, tuomarina, tuomioistuin, tuomioistuimen

κριτής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vurdere, dømme, dommer, dommeren, dommerens

κριτής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hodnotit, odhadovat, oceňovat, odsoudit, soudce, kritizovat, odhadnout, posoudit, rozhodčí, posuzovat, soudcem, soud

κριτής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sędziować, znawca, uważać, wydawać, osądzić, osądzać, sądzić, znawczyni, ocenić, sędzia, juror, rozsądzać, wyrokować, oceniać, rozsądzenie, rozsadzenie, sędzią, sędziego, sąd

κριτής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bíró, bírónak, bírói, A bíró, bírót

κριτής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yargıç, hakim, hakimi, Hâkim, yargıcı

κριτής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
їдиш, суддя

κριτής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjykoj, gjykatës, gjyqtar, gjyqtari, gjykatësi, gjyqtari i

κριτής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съдия, съдията, съдии, съди

κριτής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
суддзя, судзьдзя

κριτής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
otsustama, kohtunik, kohtuniku, kohtunikule, kohtunikul

κριτής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prosuditi, procijeniti, sudac, sudija, sutkinja, sudac je, je sudac

κριτής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dæma, dómari, dómarinn, dómara

κριτής στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sentio, iudex, pendo

κριτής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teisėjas, teisėjo, teisėjui, teisėja

κριτής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tiesnesis, novērtēt, tiesnesim, tiesnesi, tiesneša

κριτής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
судијата, судија

κριτής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
judeca, judecător, judecator, judecătorului, judecătorul, judecător de

κριτής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
soditi, sodnik, sodnica, sodnika, sodnik je

κριτής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sudca, sudcu, sudcov, súd, sudcom
Τυχαίες λέξεις