Tónovat στα ελληνικά

Μετάφραση: tónovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόχρωση, τόνος, τόνο, ήχο, τόνου, ύφος
Tónovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dopravce στα ελληνικά - φορέας, μεταφορέας, φορέα, μεταφορέα, μεταφορικής
  • kulatost στα ελληνικά - στρογγυλότης, στρογγυλότητα, roundness, στρογγυλάδα, στρογγυλότητας
  • lanýž στα ελληνικά - τρούφα, ύτανο, τρούφας, τρουφών, τρούφες
  • následník στα ελληνικά - κληρονόμος, διάδοχος, διάδοχο, διαδόχου, διάδοχός, διάδοχό
Τυχαίες λέξεις
Tónovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόχρωση, τόνος, τόνο, ήχο, τόνου, ύφος