Termín στα ελληνικά
Μετάφραση: termín, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίμηνο, διορία, όρος, χουρμάς, ημερομηνία, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antropometrie στα ελληνικά - ανθρωπομετρία, ανθρωπομετρίας, την ανθρωπομετρία, η ανθρωπομετρία, ανθρωπομετρήσεις
- dusítko στα ελληνικά - μουγγός, βουβός, Σίγαση, σίγασης, Mute, τη σίγαση
- krutovládce στα ελληνικά - τύραννος, τύραννο, τυράννου, τύραννου, τον τύραννο
Τυχαίες λέξεις
Termín στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίμηνο, διορία, όρος, χουρμάς, ημερομηνία, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας
Μεταφράσεις: τρίμηνο, διορία, όρος, χουρμάς, ημερομηνία, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας