Trmácet στα ελληνικά

Μετάφραση: trmácet, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόχθος, κόπος, μοχθώ, plod, βαδίζω επιμονώς, δουλεύω αργά
Trmácet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asociální στα ελληνικά - ακοινωνικό, ακοινωνική, asocial, μη κοινωνική, μη κοινωνικό
  • doplňující στα ελληνικά - επικουρικός, υποβοηθητικός, θυγατρική, επιπλέον, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα, ...
  • malvaz στα ελληνικά - οίνος μονεμβασίας
  • nesnášenlivý στα ελληνικά - μισαλλόδοξος, δυσανεξία, με δυσανεξία, δυσανεξία στη, ανέχονται
Τυχαίες λέξεις
Trmácet στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόχθος, κόπος, μοχθώ, plod, βαδίζω επιμονώς, δουλεύω αργά