Uštípnutí στα ελληνικά
Μετάφραση: uštípnutí, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσιμπώ, κλέβω, βουτώ, τσίμπημα, κεντρί, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- háklivý στα ελληνικά - ωραίος, ευερέθιστος, εύθικτος, λεπτολόγος, τάση προς εμετό, σιχασιάρης, σιχασιάρηδες, ...
- limita στα ελληνικά - περιορίζω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
- omluvitelný στα ελληνικά - συγγνωστός, συγχωρεμένος, συγγνωστή, συγγνωστής, συγγνωστό, είναι συγγνωστή
- opovrhující στα ελληνικά - χλευαστικός, περιφρονητικός, εξουδενώσεις
Τυχαίες λέξεις
Uštípnutí στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσιμπώ, κλέβω, βουτώ, τσίμπημα, κεντρί, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα
Μεταφράσεις: τσιμπώ, κλέβω, βουτώ, τσίμπημα, κεντρί, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα