Určitý στα ελληνικά

Μετάφραση: určitý, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θετικός, σαφής, αυστηρός, σίγουρος, συγκεκριμένος, βέβαιος, οριστικός, στερεός, συμπαγής, μερικοί, περίπου, μερικά, κάποια, ορισμένα
Určitý στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • jmenovat στα ελληνικά - ονομάζω, ορίζω, δημιουργώ, ονομασία, όνομα, αναφορά, αναφέρω, ...
  • klubko στα ελληνικά - ίχνος, κουβάρι, κλειδί, μπάλα, σφαίρα, πάσα, αντίπαλων, ...
  • kolem στα ελληνικά - παρελθόν, σε, περιοδεία, περασμένος, περί, γύρος, περίπου, ...
  • meniskus στα ελληνικά - μηνίσκος, μηνίσκου, μηνίσκο, του μηνίσκου
Τυχαίες λέξεις
Určitý στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θετικός, σαφής, αυστηρός, σίγουρος, συγκεκριμένος, βέβαιος, οριστικός, στερεός, συμπαγής, μερικοί, περίπου, μερικά, κάποια, ορισμένα