Λέξη: παράκαμψη
Σχετικές λέξεις: παράκαμψη
παράκαμψη διοδίων λεπτοκαρυάς, παράκαμψη διοδίων κορίνθου, παράκαμψη διοδίων ελευσίνας, παράκαμψη στυλίδας, παράκαμψη πλαταμώνα, παράκαμψη διοδίων, παράκαμψη αμφιλοχίας, παράκαμψη αγρινίου, παράκαμψη διοδίων πελασγίας, παράκαμψη βουτιάνων
Συνώνυμα: παράκαμψη
λοξοδρόμηση, γύρος, καταστρατήγηση, απάτη
Μεταφράσεις: παράκαμψη
παράκαμψη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
detour, circumvention, bypass, circumvent, bypassing
παράκαμψη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desvío, rodeo, interesante, desviarme, desviarse
παράκαμψη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
umleitung, umweg, Umweg, Abstecher, Umleitung, Umleitungs, Bogen
παράκαμψη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
biais, détour, circuit, déviation, de détour, si besoin, beau détour
παράκαμψη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
deviazione
παράκαμψη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desvio, detour, desvio para, rodeio, de desvio
παράκαμψη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omleiding, omweg, uitstapje, omweg te, omlegging
παράκαμψη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
объезд, крюк, обход, окольный путь, объезда
παράκαμψη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
omvei, omkjøring, avstikker, omkjørings, en omvei
παράκαμψη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
omväg, avstickare, omvägen, en omväg, omvägs
παράκαμψη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiertotie, kiertotietä, kiertotien, detour, kiertoreittiä
παράκαμψη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
omvej, afstikker, omvejen, omkørsel
παράκαμψη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oklika, objížďka, odbočka, zajížďka, objížďku, oklikou
παράκαμψη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
objazd, objazdu, detour, obejście, zboczenia z trasy
παράκαμψη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kerülőút, kitérőt, kitérő, kis kitérőt, elkerülő
παράκαμψη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sapak, servis yolu, dolambaçlı yoldan, detour, sapmasının
παράκαμψη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обхід, об'їзд, об`їзд
παράκαμψη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mënyrë e tërthortë, tërthortë, e tërthortë, rrugë e tërthortë
παράκαμψη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обход, отклонение, заобикаляне, отбивка, за заобикаляне
παράκαμψη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аб'езд, аб`езд
παράκαμψη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ümbersõit, ümbersõidu, ümbersõitu, ümbersõidust, ümbersõidumarsruudi
παράκαμψη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skretanje, obilazak, obilaženje, zaobilaznica, zaobilazna, obilaznica
παράκαμψη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
krók, hjáleið
παράκαμψη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apvažiavimas, apvažiavimo, apylanka, aplinkkelis, apsieiti
παράκαμψη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apkārtceļš, līkumu, apkārtceļu, apvedceļš
παράκαμψη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скршнување, заобиколен пат, непотребен пат, оттргнува, шетање
παράκαμψη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ocol, ocolire, de ocolire, ocolitoare, ocolul
παράκαμψη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obvoz, ovinek, obvoza, odmik
παράκαμψη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obchádzka, obchvatová trasa
Τυχαίες λέξεις