Válcovat στα ελληνικά

Μετάφραση: válcovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψωμάκι, κυλώ, κύλινδρος, ρολό, roll, κύλινδρο, ρολού, ονομαστική
Válcovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • baculatý στα ελληνικά - παχουλός, τροφαντός, όμορφος, ζωηρός, αφράτα, ελκυστικός
  • jméno στα ελληνικά - τίτλος, χαρακτήρας, όρθιος, όνομα, ονομασία, επωνυμία, ονομάζω, ...
  • klient στα ελληνικά - μουστερής, πελάτης, πελάτη, πελατών, client
  • osamocenost στα ελληνικά - μοναξιά, μοναξιάς, τη μοναξιά, η μοναξιά, της μοναξιάς
Τυχαίες λέξεις
Válcovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψωμάκι, κυλώ, κύλινδρος, ρολό, roll, κύλινδρο, ρολού, ονομαστική