Λέξη: όν
Σχετικές λέξεις: όν
κοινωνικό όν, πολιτικό όν, όν σπορ, ανθρώπινο όν, όν αλερτ, το όν, μή όν, όντως όν
Μεταφράσεις: όν
όν στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
being, creature, Being
όν στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ser, ente, existencia, criatura, la criatura, criaturas, animal, de criatura
όν στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
organismus, dasein, seiend, sein, existenz, wesen, Geschöpf, Kreatur, Wesen, creature, Tier
όν στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
organisme, créature, existence, essence, être, étant, la créature, créatures, animal, creature
όν στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
creatura, esistenza, essere, creature, una creatura
όν στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
criatura, criaturas, a criatura, de criatura
όν στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanzijn, bestaan, organisme, schepsel, wezen, creature, dier
όν στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нахождение, жизнь, существо, существование, бытие, создание, тварь, существа
όν στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eksistens, vesen, tilværelse, skapning, skapningen, creature, av creature
όν στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
existens, väsen, varelse, tillvaro, creature, varelsen, varelser
όν στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
olio, organismi, elämä, elimistö, eliö, oleva, olemassaolo, olo, olento, otus, creature, olennon
όν στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eksistens, væsen, skabning, creature
όν στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bytí, jsoucno, tvor, bytost, být, stvoření, tvorå, zvíře
όν στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
istnienie, istota, tkwienie, byt, stworzenie, stwór, kreatura, twór
όν στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
teremtmény, lény, teremtményt, teremtés, lényt
όν στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
organizma, varlık, oluş, mevcudiyet, hayat, yaratık, bir yaratık, canlının, canlı, yaratığın
όν στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
будучи, існування, істота, створення, виробництво
όν στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ekzistencë, krijesë, krijesë e, krijesa, qeniet e, qenie e
όν στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
създание, същество, твар
όν στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стварэнне, Утварэнне, стварэньне
όν στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
olemus, olemine, eksistents, olend, loodu, olevus, olendi
όν στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
postojeći, sadašnji, biće, budući, stvorenje, stvor, stvorenja, bića
όν στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skepna, veru, Creature, veran, skapað
όν στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
padaras, būtybė, kūrinys, tvarinys, tvarinio
όν στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
radījums, pastāvēšana, esamība, organisms, eksistence, būtne, radība, radību
όν στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
суштеството, суштество, создание, созданието, креатура
όν στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
existenţă, organism, creatură, creatura, creaturi, făptură, ființă
όν στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bitje, stvor, creature, bitja
όν στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tvor, bytí, stvorenia, stvorenie, stvorení, stvoreniu
Τυχαίες λέξεις