Válečný στα ελληνικά
Μετάφραση: válečný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόλεμος, πολεμικός, στρατιωτικός, πολέμου, πόλεμο, τον πόλεμο, του πολέμου
Μεταφράσεις
- bořit στα ελληνικά - καταρρεύσει, σπάσει, κατανείμει, αναλύονται, διασπώνται
- jeho στα ελληνικά - αυτόν, του, τον, αυτού
- modlitebna στα ελληνικά - εξωκλήσι, παρεκκλήσι, εκκλησάκι, ξωκλήσι, παρεκκλήσιο, παρεκκλησίου
- nerovnoměrný στα ελληνικά - άνισος, μονός, ακανόνιστος, ανώμαλος, παράτυπων, ακανόνιστη, ακανόνιστο
Τυχαίες λέξεις
Válečný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόλεμος, πολεμικός, στρατιωτικός, πολέμου, πόλεμο, τον πόλεμο, του πολέμου
Μεταφράσεις: πόλεμος, πολεμικός, στρατιωτικός, πολέμου, πόλεμο, τον πόλεμο, του πολέμου