Válka στα ελληνικά
Μετάφραση: válka, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόλεμος, πολέμου, πόλεμο, τον πόλεμο, του πολέμου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eroze στα ελληνικά - διάβρωση, διάβρωσης, τη διάβρωση, της διάβρωσης, διάβρωση του
- frenetický στα ελληνικά - ξέφρενος, ξέφρενη, φρενήρη, φρενήρης, φρενήρεις
- novotvar στα ελληνικά - νεόπλασμα, νεοπλάσματος, νεοπλασία, νεοπλάσματα, νεοπλασμάτων
- námezdný στα ελληνικά - μισθοφορικός, μισθοφόρος, προσέλαβε, προσληφθεί, μισθωμένο, προσλάβει, προσλαμβάνονται
Τυχαίες λέξεις
Válka στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόλεμος, πολέμου, πόλεμο, τον πόλεμο, του πολέμου
Μεταφράσεις: πόλεμος, πολέμου, πόλεμο, τον πόλεμο, του πολέμου