Λέξη: μαστιγώνω

Σχετικές λέξεις: μαστιγώνω

μαστιγώνω το δελφίνι

Συνώνυμα: μαστιγώνω

δέρνω, μαστιγώ, δένω με λωρί, κροταλίζω, κραδαίνω, κελαρύζω, χτυπώ σκληρά, αλλάζω διεύθυνση, αλλάσω διεύθυνση, τιμωρώ, παιδεύω, επικρίνω δριμύτατα

Μεταφράσεις: μαστιγώνω

μαστιγώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flog, whip, flagellate, castigate, swish

μαστιγώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
azote, fustigar, azotar, flagelar, zurriago, látigo, flog, azotar a, azotarán, azotan

μαστιγώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschäftsführer, peitschen, peitsche, geißel, prügeln, flog, auspeitschen, geißeln

μαστιγώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
flageller, rosser, fouetter, fustiger, fouailler, couper, fouet, cingler, battre, automédon, cocher, flog, fourguer, fouettez

μαστιγώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frullare, frustare, sferza, sbattere, frullino, frusta, sferzare, flagellare, montare, flog, flagelleranno, fustigare

μαστιγώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chicote, relinchar, açoitar, flog, açoitá, bater, açoitam

μαστιγώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roeren, zweep, doorroeren, afranselen, geselen, omroeren, ranselen, flog

μαστιγώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обметка, пороть, запарывать, сечь, раздувать, победить, нагайка, разбить, кнут, вколачивать, плеть, хлыст, подгонять, стегать, превзойти, полосовать, выпороть, бить, высечь

μαστιγώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
piske, pisk, flog

μαστιγώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
prygla, piska, flog, piskade, prygel

μαστιγώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruoskia, piiskata, piestä, raippa, ratsupiiska, vatkata, suomia, vihta, flog, ruoskivat, kuluttaa loppuun

μαστιγώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pisk, piske, flog, pisker, hudstryge, at piske

μαστιγώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bič, šlehat, seřezat, ušlehat, zbičovat, kočí, nasekat, bičovat, našlehat, mrskat, zmrskat, potrestat, prodávat

μαστιγώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wydrzeć, bykowiec, biczować, poganiacz, czmychać, chłostać, nahaj, bicie, batożyć, bicz, pejcz, bić, wychłostać, ubijać, woźnica, zacinać, flog, nasiec, ewoflog ejik

μαστιγώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tojáshab, kocsis, vadászinas, ostoroz, korbácsol, flog, megkorbácsolják

μαστιγώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kamçı, kamçılamak, flog, dövmek, dayak atmak, için kırbaçlayamam

μαστιγώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скиглення, стібати, підганяти, бийте, сікти, пороти, шмагати, пороть

μαστιγώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kamxhik, shes, godasësh, fshikullojnë, të shes, copë akulli lundrues

μαστιγώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бич, шибам, бият, шиба, биете, бия с камшик

μαστιγώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бiзун, пароць, лупцаваць, джголіць, пороть

μαστιγώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piitsutama, viril, rooskama, sahkerdama, Koormata, peksaks

μαστιγώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bičevati, bič, plamenac, šiba, šibati, išibati

μαστιγώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flog

μαστιγώνω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
flagello

μαστιγώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lupti, botagas, vanoti, išlupti kailį, išvanoti, iščaižyti, biržyti

μαστιγώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pērt, pātaga, sist, šaustīšanas

μαστιγώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
камшикуваат, шибам

μαστιγώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
biciui, bici, bate, buchisi, bătea, biciuiți

μαστιγώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
práskat, krém, bič, Šibati, flog, prebičal

μαστιγώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krém, psovod, bič, bičovať, bičovat, biť, zbičujete
Τυχαίες λέξεις