Zakazovat στα ελληνικά
Μετάφραση: zakazovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαγόρευση, μπαρ, αποκλείω, απαγορεύω, κάγκελο, εμποδίζω, αρνησικυρία, φράζω, αποκλεισμός, απαγορεύουν, απαγορεύει, να απαγορεύουν, απαγορεύσει, απαγορεύσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- fotochemie στα ελληνικά - φωτοχημεία, φωτοχημικές, φωτοχημείας, φωτοχημεία του, τη φωτοχημεία
- hlemýžď στα ελληνικά - σαλιγκάρι, σαλιγκαριού, σαλιγκαριών, χελώνας, σαλιγκάρια
- hlenový στα ελληνικά - φλέγμα, βλέννας, βλέννα, βλέννης, βλέννη
- odtržení στα ελληνικά - αποκόλληση, απόσχιση, απόσχισης, την απόσχιση, της απόσχισης, αποχώρηση
Τυχαίες λέξεις
Zakazovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαγόρευση, μπαρ, αποκλείω, απαγορεύω, κάγκελο, εμποδίζω, αρνησικυρία, φράζω, αποκλεισμός, απαγορεύουν, απαγορεύει, να απαγορεύουν, απαγορεύσει, απαγορεύσουν
Μεταφράσεις: απαγόρευση, μπαρ, αποκλείω, απαγορεύω, κάγκελο, εμποδίζω, αρνησικυρία, φράζω, αποκλεισμός, απαγορεύουν, απαγορεύει, να απαγορεύουν, απαγορεύσει, απαγορεύσουν