Λέξη: επιβίωση

Σχετικές λέξεις: επιβίωση

επιβίωση στη θάλασσα, επιβίωση 2012, επιβίωση στη φύση, επιβίωση συνώνυμα, επιβίωση στην πόλη, επιβίωση στο βουνό, επιβίωση στην κρίση, επιβίωση σε συνθήκες απόλυτης ύφεσης, επιβίωση στο δάσος, επιβίωση σε περίοδο κρίσησ

Συνώνυμα: επιβίωση

επίζηση

Μεταφράσεις: επιβίωση

επιβίωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
survival, survival of, survive, the survival

επιβίωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
supervivencia, la supervivencia, de supervivencia, sobrevivencia, supervivencia de

επιβίωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überleben, Überleben, Überlebens, das Überleben, Überlebensrate

επιβίωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
solde, reste, résidu, vestige, coupon, survie, survivance, géomètre, la survie, de survie, survivre, survie de

επιβίωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sopravvivenza, la sopravvivenza, di sopravvivenza, sopravvivere, della sopravvivenza

επιβίωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sobrevivência, sobrevida, de sobrevivência, a sobrevivência, de sobrevida

επιβίωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overleving, survival, overleven, voortbestaan, overlevingskansen

επιβίωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
реликт, выживание, отрыжка, пережиток, выживания, выживаемость, выживаемости, выживанию

επιβίωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
levning, overlevelse, overleve, å overleve, overlevelses, overlevelsen

επιβίωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
överlevnad, överlevnads, överlevnaden, överleva, livräddnings

επιβίωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eloonjäänti, selviytyminen, eloonjääminen, Survival, selviytymisen, eloonjäämisen

επιβίωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overlevelse, overleve, at overleve, overlevelsen

επιβίωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zbytek, zůstatek, přežití, pozůstatek, přežívání, pro přežití, doba přežití

επιβίωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeżycie, pozostałość, resztka, przetrwanie, ocalenie, przeżycia, przetrwania, przeżywalność

επιβίωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
túlélés, túlélési, túlélését, túlélést, túlélése

επιβίωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hayatta kalma, sağkalım, yaşam, sağ kalım, yaşama

επιβίωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виживання, пережиток

επιβίωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbijetesë, mbijetesa, mbijetesën, mbijetesës, mbijetesa e

επιβίωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оцеляване, преживяемост, оцеляването, преживяемостта, преживяване

επιβίωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выжыванне, выжываньне

επιβίωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ellujäämine, üleelamine, ellujäämise, elulemuse, elulemus, ellujäämist

επιβίωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
preživljavanja, preživljavanje, opstanak, opstanka, preživljenja

επιβίωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lifun, lifa, að lifa, lifunar, lifa af

επιβίωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išlikimas, išlikimo, išgyvenamumas, išgyvenimo, išgyvenamumo

επιβίωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izdzīvošanas, izdzīvošana, izdzīvošanu, dzīvildze, dzīvildzes

επιβίωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
преживување, опстанок, опстанокот, преживувањето, на преживување

επιβίωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
supraviețuire, supravietuire, de supravietuire, supraviețuirea, de supraviețuire

επιβίωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
preživetje, preživetja, za preživetje, preživetju, reševalna

επιβίωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prežitie, prežitia, prežívania, prežívanie, prežitiu
Τυχαίες λέξεις