Ammattikieli στα ελληνικά
Μετάφραση: ammattikieli, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθομιλούμενος, αργκό, γλώσσα, υποκρισία, διάλεκτος, ορολογία, διάλεκτο, φρασεολογία, επαγγελματική γλώσσα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ammatti στα ελληνικά - παρατάσσω, κοινότητα, επιτήδευμα, κατοχή, επενδύω, γραμμή, δουλειά, ...
- ammattihenkilö στα ελληνικά - επαγγελματικός, επαγγελματίας, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικής
- ammattikunta στα ελληνικά - επιχρυσώνω, εντολή, επιτήδευμα, ρόπαλο, ένωση, παραγγελία, κοινωνία, ...
- ammattilainen στα ελληνικά - επαγγελματίας, τεχνίτης, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικής
Τυχαίες λέξεις
Ammattikieli στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθομιλούμενος, αργκό, γλώσσα, υποκρισία, διάλεκτος, ορολογία, διάλεκτο, φρασεολογία, επαγγελματική γλώσσα
Μεταφράσεις: καθομιλούμενος, αργκό, γλώσσα, υποκρισία, διάλεκτος, ορολογία, διάλεκτο, φρασεολογία, επαγγελματική γλώσσα