Edeltävä στα ελληνικά

Μετάφραση: edeltävä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρικος, παλαιός, γέρος, προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες, προηγούμενα
Edeltävä στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • edellä στα ελληνικά - προηγούμενα, άνω, πάνω από, ανωτέρω, παραπάνω, πάνω
  • edelläkävijä στα ελληνικά - καινοτομώ, προπορεύομαι, προηγούμενος, πρωτοπόρος, προάγγελος, πρόδρομος, πρόδρομο, ...
  • edeltää στα ελληνικά - προηγούμαι, προηγούνται, προηγείται, να προηγείται, προηγείται της, να προηγηθεί
  • edennyt στα ελληνικά - προχωρημένος, προχώρησαν, προχωρούσε, προχώρησε, προοδεύσει, προχωρήσει
Τυχαίες λέξεις
Edeltävä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρικος, παλαιός, γέρος, προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες, προηγούμενα