Γέρος στα φινλανδικά

Μετάφραση: γέρος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aikaisempi, edellinen, vanha, kulunut, vanhus, iäkäs, entisaikainen, edeltävä, vanhan, vanhoja, vanhat, vanhojen
Γέρος στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γέρος

γέρος της δημοκρατίας, γέρος ονειροκριτης, γέρος συνώνυμα, γέρος του μοριά ταβέρνα, γέρος του βουνού, γέρος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, γέρος στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • γέρικος στα φινλανδικά - iäkäs, edeltävä, vanhus, vanha, entisaikainen, edellinen, aikaisempi, ...
  • γέρνω στα φινλανδικά - laiha, mutka, keikahtaa, kaartaa, kiista, viettävyys, lape, ...
  • γέφυρα στα φινλανδικά - silta, sillan, bridge, siltaa, sillalla
  • γήινος στα φινλανδικά - mainen, maallinen, maallisen, maallista, maalliset, maallisia
Τυχαίες λέξεις
Γέρος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: aikaisempi, edellinen, vanha, kulunut, vanhus, iäkäs, entisaikainen, edeltävä, vanhan, vanhoja, vanhat, vanhojen