Λέξη: αναφέρω
Σχετικές λέξεις: αναφέρω
αναφέρω κλίση, αναφέρω αόριστος, αναφέρω βικιλεξικο, αναφέρω προστακτική, αναφέρω ανέφερα, αναφέρω wiki, αναφέρω συνώνυμα, αναφέρω ορισμός, αναφέρω σημασία, αναφέρω english
Συνώνυμα: αναφέρω
παραθέτω, κλητεύω, μνημονεύω, εγκαλώ, αναφέρομαι, παραπέμπω, αποδίδω, προσφεύγω, εκθέτω, δηλώνω, δελεάζω, σαγηνεύω, διηγούμαι, σχετίζω, σχετίζομαι, ιστορώ, συγγενεύω, διαδίδω, ανατρέφω, αναθρέφω, παραποιώ, παραθέτω εσφαλμενώς
Μεταφράσεις: αναφέρω
αναφέρω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cite, mention, report, state, refer
αναφέρω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
citar, alusión, mención, mencionar, mentar, nombrar, hablar, hablar de
αναφέρω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zitieren, erwähnung, zitat, erwähnen, nennen, erwähnen Sie, erwähnt
αναφέρω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assigner, nommer, mention, citation, mentionner, appeler, mentionnent, alléguer, convoquer, référence, mentionnez, mentionnons, citer, parler, parler de
αναφέρω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
citare, menzionare, ricordare, menzione, parlare
αναφέρω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
citação, emende, cerzir, citar, mencionar, falar, menciona, referir, mencionam
αναφέρω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vermelding, noemen, aanhalen, aanhaling, citaat, vermelden, dagvaarden, citeren, melding, vergeten, te noemen
αναφέρω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
процитировать, упоминание, цитировать, вызывать, помин, перечислять, цитата, вспоминать, напоминание, ссылаться, упоминать, упомянуть, ссылка, вспомнить, говоря уже, отметить, говоря, говоря уже о
αναφέρω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sitere, omtale, nevne, nevner, referer, referer til, snakke
αναφέρω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
omnämna, omtala, nämna, tala, tala om, nämner, nämns
αναφέρω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sitaatti, esittää, lainata, lainaus, mainita, maininta, viitata, kutsua, mainitse, ja mainitse, mainittava
αναφέρω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
omtale, citere, nævne, Henvis, Henvis til, nævner
αναφέρω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
předvolat, obeslat, povolat, jmenovat, uvést, vzpomenout, uvádět, zmínka, připomenout, zmínit, zmínil, zmiňují
αναφέρω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przytaczać, zacytować, cytować, wspominać, skracać, wspomnieć, wzywać, wzmiankować, przytoczyć, wymieniać, wzmianka, nadmienić, pozywać, nadmieniać, wskazać, wspominając
αναφέρω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
említés, megemlítés, említ, beszélve, megemlíteni, említi, említést
αναφέρω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
anma, söz, belirtin, bahsetmiyorum, bahsetmek
αναφέρω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
згадувати, цитувати, визивати, телепатичний, посилатися, згадати
αναφέρω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përmend, përmendur, përmendim, të përmendur, përmendet
αναφέρω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
цитат, споменавам, спомена, говорим, споменава, споменем
αναφέρω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
згадаць, ўзгадаць, прыгадаць
αναφέρω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tsiteerima, nimetama, mainima, mainimine, tõendama, mainida, rääkimata, märkida, nimetada
αναφέρω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pozvati, spomen, navoditi, aluzija, citirati, nagovještaj, spomenuti, napomenuti, spominjem, spomenite, spominjemo
αναφέρω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
greina, nefna, minnst, minnst á, minnast, að nefna
αναφέρω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
laudo
αναφέρω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paminėti, paminėkite, nekalbant, nurodyti
αναφέρω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
norāde, pieminēt, minēt, nerunājot
αναφέρω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се спомене, спомнуваме, споменам, спомене, зборуваме
αναφέρω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pomeni, cita, referinţă, menționa, menționăm, menționez, mentionati, menționeze
αναφέρω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uvést, omenjamo, omeniti, omenil, omenimo, omenjam
αναφέρω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spomenúť, zmieniť, uviesť, poznamenať, pripomenúť
Τυχαίες λέξεις