Häipyminen στα ελληνικά
Μετάφραση: häipyminen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παύση, άμπωτη, υποχωρώ, ξεθώριασμα, το ξεθώριασμα, στο ξεθώριασμα, εξασθένιση, διαλείψεων
Μεταφράσεις
- häilyväinen στα ελληνικά - ευμετάβλητος, αλλοπρόσαλλος, ασταθής, επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος, παλαβός, άστατος, ...
- häilyä στα ελληνικά - αυξομειώνω, τρέμω, ταλαντεύομαι, κούνια, πείθω, λικνίζομαι, κυμαίνομαι, ...
- häipyä στα ελληνικά - εξαφανίζομαι, ελαττώνομαι, νηοπομπή, λιώνω, στόλος, δίνε του, φύγε γρήγορα, ...
- häiriintynyt στα ελληνικά - διαταραγμένο, διαταραγμένος, διαταραγμένου, διαταραγμένη, deranged
Τυχαίες λέξεις
Häipyminen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παύση, άμπωτη, υποχωρώ, ξεθώριασμα, το ξεθώριασμα, στο ξεθώριασμα, εξασθένιση, διαλείψεων
Μεταφράσεις: παύση, άμπωτη, υποχωρώ, ξεθώριασμα, το ξεθώριασμα, στο ξεθώριασμα, εξασθένιση, διαλείψεων