Λέξη: διυλιστήριο
Σχετικές λέξεις: διυλιστήριο
διυλιστήριο νερού, διυλιστήριο ελευσίνας, διυλιστήριο θεσσαλονίκης, διυλιστήριο πετρελαίου, διυλιστήριο πάφου, διυλιστήριο νερού θεσσαλονίκης, διυλιστήριο νερού τερσεφάνου, διυλιστήριο γαλατσίου
Συνώνυμα: διυλιστήριο
φίλτρο, διηθητικό κύκλωμα
Μεταφράσεις: διυλιστήριο
διυλιστήριο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
refinery, the refinery, a refinery, oil refinery
διυλιστήριο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
refinería, refinería de, la refinería, refinerías, de refinería
διυλιστήριο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
raffinerie, Raffinerie, Raffinerien
διυλιστήριο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
raffinerie, raffinerie de, la raffinerie, raffinage, raffineries
διυλιστήριο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
raffineria, raffineria di, di raffineria, raffinazione, raffinerie
διυλιστήριο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
refinaria, refinar, refinaria de, refinarias, da refinaria, de refinaria
διυλιστήριο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
raffinaderij, raffinaderij van, raffinaderijen, raffinage
διυλιστήριο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
очистительный завод, НПЗ, завод, нефтепереработки, завода
διυλιστήριο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
raffineriet, raffineri
διυλιστήριο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
raffinaderi, raffinaderiet, raffinerings
διυλιστήριο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jalostamo, jalostamon, jalostamolla, jalostamojen, jalostamoiden
διυλιστήριο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
raffinaderi, raffinaderiet, raffinaderiets, raffinaderier
διυλιστήριο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rafinérie, rafinerie, rafinérii, rafinérský, rafi- nerní
διυλιστήριο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rafineria, rafinerii, rafineryjny, refinery, rafineryjnych
διυλιστήριο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
finomító, finomítói, a finomítói, finomítás, finomítóban
διυλιστήριο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rafineri, rafinerisi, arıtma, rafinaj, rafine
διυλιστήριο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
очисний завод
διυλιστήριο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rafinieri, rafineria, rafineri, rafineria e, rafinerinë
διυλιστήριο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рафинерия, рафинерията, нефтопреработвателния завод, нефтозаводски, нефтопреработвателните заводи
διυλιστήριο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ачышчальны, ачышчальным
διυλιστήριο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rafineerimistehas, rafineerimistehaste, rafineerimistehase, töötlemise heit-, rafineerimise
διυλιστήριο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rafinerija, rafinerije, rafinerijska, rafinerijske, rafineriju
διυλιστήριο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
súrálsframleiðslu, hreinsistöðva, olíuvinnslustöðvum
διυλιστήριο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
perdirbimo, naftos perdirbimo gamyklos, naftos perdirbimo, perdirbimo gamyklų, naftos perdirbimo gamyklų
διυλιστήριο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rafinēšanas fabrika, naftas rafinēšanas rūpnīcu, pārstrādes rūpnīca, naftas rafinēšanas fabriku, kurus naftas pārstrādes rūpnīcās
διυλιστήριο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рафинеријата, рафинерија, ОКТА, рафинериските, рафинеријата за
διυλιστήριο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rafinărie, de rafinãrie, rafinării, rafinăriei, de rafinărie
διυλιστήριο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rafinerija, rafinerije, rafineriji, rafinerijskih, iz rafinerije
διυλιστήριο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rafinérie, rafinéria, rafinérií, rafinériách, v rafinériách
Τυχαίες λέξεις