Insinööri στα ελληνικά

Μετάφραση: insinööri, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μηχανεύομαι, μηχανικός, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί
Insinööri στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • innovaatio στα ελληνικά - εφεύρεση, καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία
  • innovatiivinen στα ελληνικά - καινοτόμος, νεωτεριστικός, καινοτόμες, καινοτόμα, καινοτόμο, καινοτόμων
  • insinööritaito στα ελληνικά - τεχνολογία, μηχανική, Μηχανικών, μηχανικής, μηχανικού, Engineering
  • insinööritiede στα ελληνικά - τεχνολογία, μηχανικής επιστήμης, επιστήμη εφαρμοσμένης μηχανικής, τεχνικών επιστηών, μηχανικών επιστημών, μηχανολογικών επιστημών
Τυχαίες λέξεις
Insinööri στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μηχανεύομαι, μηχανικός, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί