Λέξη: ενθάρρυνση

Σχετικές λέξεις: ενθάρρυνση

ενθάρρυνση συνώνυμα, ενθάρρυνση τουριστικών δραστηριοτήτων, ενθάρρυνση του παιδιού, ενθάρρυνση μαθητών

Συνώνυμα: ενθάρρυνση

παρακίνηση, υποκίνηση, εξώθηση, όψη, επιδοκιμασία, φυσιογνωμία, υποστήριξη, έκφραση, εμψύχωση, αναθάρρηση

Μεταφράσεις: ενθάρρυνση

ενθάρρυνση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
encouragement, encourage, encouraging, stimulate, fostering

ενθάρρυνση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
animación, estímulo, aliento, ánimo, fomento, el estímulo

ενθάρρυνση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einsatz, ermutigung, ermunterung, aufmunterung, Ermutigung, Unterstützung, Förderung, Ermunterung, Aufmunterung

ενθάρρυνση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
stimulation, protection, appui, soutien, encouragement, encouragements, l'encouragement, d'encouragement, des encouragements

ενθάρρυνση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incoraggiamento, l'incoraggiamento, promozione, incoraggiare, di incoraggiamento

ενθάρρυνση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
encorajar, incentivo, incentive, encorajamento, estímulo, o incentivo, promoção

ενθάρρυνση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanmoediging, bemoediging, bevordering, stimulering, stimuleren

ενθάρρυνση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поощрение, повадка, ободрение, поддержка, поощрения, стимулирование

ενθάρρυνση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppmuntring, oppmuntrende, oppfordring, oppmuntring til, oppmuntre

ενθάρρυνση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppmuntran, uppmuntra, främjande, uppmuntrande, uppmuntras

ενθάρρυνση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rohkaisu, kannuste, rohkaisua, kannustusta, kannustaminen, kannustamista

ενθάρρυνση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opmuntring, tilskyndelse, fremme, tilskynde, tilskyndelse til

ενθάρρυνση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pobídka, podpora, povzbuzení, povzbuzením, povzbuzování, podněcování

ενθάρρυνση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zachęcanie, zachęta, poparcie, zachęty, zachętą

ενθάρρυνση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bátorítás, ösztönzése, bátorítást, ösztönzését, ösztönzést

ενθάρρυνση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
teşvik, cesaret, teşviki, teşvik edilmesi, bir teşvik

ενθάρρυνση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заохочення

ενθάρρυνση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
inkurajim, nxitja, inkurajimi, inkurajimin, nxitje

ενθάρρυνση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
насърчаване, поощрение, поощряване, насърчение, насърчаването

ενθάρρυνση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
заахвочванне, заахвочваньне, падтрымка

ενθάρρυνση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
julgustus, julgustamine, julgustust, soodustamine, soodustamist

ενθάρρυνση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poticanje, poticaj, ohrabrenje, poticanjem, ohrabrivanje

ενθάρρυνση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hvatning, hvatningu, huggun, hvatningu til, hvatning til

ενθάρρυνση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paskatinimas, skatinimas, skatinti, skatinimą, skatinama

ενθάρρυνση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pamudinājums, iedrošinājums, veicināšana, veicināšanu, iedrošinājumu

ενθάρρυνση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
охрабрување, поттикнување, поттик, поттикнувањето, охрабрувањето

ενθάρρυνση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
încurajare, încurajarea, incurajare, de încurajare, încurajări

ενθάρρυνση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spodbuda, spodbujanje, spodbude, vzpodbujanje, spodbudo

ενθάρρυνση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povzbudenie, podporu, povzbudenia, podporiť, stimulovanie
Τυχαίες λέξεις