Käräyttää στα ελληνικά
Μετάφραση: käräyttää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καίω, αποτεφρώνω, καψαλίζω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Μεταφράσεις
- käräjätuomari στα ελληνικά - δικάζω, κριτής, Επαρχιακός Δικαστής, Επαρχιακό Δικαστή, δικαστή περιφερειακού δικαστηρίου, δικαστής περιοχής, Επαρχιακού Δικαστού
- käräjöinti στα ελληνικά - δοκιμασία, δίκη, ασκήσεως της προσφυγής, της ασκήσεως της προσφυγής, ΕΠΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
- käsi στα ελληνικά - γάντι, δίνω, χέρι, παραδίνω, δείκτης, πλευρά, το χέρι, ...
- käsiala στα ελληνικά - γραφικός χαρακτήρας, γράψιμο, χειρογράφου, χειρόγραφου, χειρόγραφα
Τυχαίες λέξεις
Käräyttää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καίω, αποτεφρώνω, καψαλίζω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Μεταφράσεις: καίω, αποτεφρώνω, καψαλίζω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα