Λέξη: ταχυδρομείο

Σχετικές λέξεις: ταχυδρομείο

ταχυδρομείο μαρούσι, ταχυδρομείο κύπρου, ταχυδρομείο ωράριο, ταχυδρομείο καλλιθέας, ταχυδρομείο σύνταγμα ωράριο, ταχυδρομείο γλυφάδας, ταχυδρομείο χαλανδρίου, ταχυδρομείο περιστέρι, ταχυδρομείο πάτρα, ταχυδρομείο ρόδου, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο

Συνώνυμα: ταχυδρομείο

θώρακας, πανοπλία, αλληλογραφία, θέση, κολόνα, στύλος, σταθμός, πόστο

Μεταφράσεις: ταχυδρομείο

ταχυδρομείο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mail, post, post office, PO

ταχυδρομείο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enviar, despachar, mandar, correo, expedir, electrónico, correo electrónico, de correo, el correo

ταχυδρομείο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schicken, aufgeben, post, briefpost, übersenden, versenden, Post, Mail

ταχυδρομείο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
envoyer, acheminer, poste, poster, postal, adresser, courrier, cuirasse, expédier, électronique, messagerie, email

ταχυδρομείο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indirizzare, posta, mandare, spedire, elettronica, posta elettronica, di posta, email

ταχυδρομείο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
remeter, enviar, correio, criada, email, mail para, de correio, correio electrónico

ταχυδρομείο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzenden, post, versturen, opzenden, opsturen, posterijen, mail, mail aan, mailen, mailadres

ταχυδρομείο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отправить, корреспонденция, почта, кольчуга, посылать, почты, почтовая, почте, пересылка

ταχυδρομείο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
post, postadresse, post til, mail

ταχυδρομείο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skicka, sända, post, mail, post till, postadress

ταχυδρομείο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
postittaa, lähettää, panssari, posti, mail, lähetys, postin, postitse

ταχυδρομείο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
post, mail, mail til

ταχυδρομείο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
krunýř, pancíř, pošta, zaslat, poštovní, komu, mailová, pošty, mailu

ταχυδρομείο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
posyłać, korespondencja, przesyłka, pancerz, kolczuga, posterunek, poczta, wysyłać, mail do, elektronicznej, poczty, poczty elektronicznej

ταχυδρομείο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vértezet, posta, levél, postai, mail, mailben

ταχυδρομείο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
posta, mail, posta gönder, posta ile gönder, posta ile

ταχυδρομείο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
служанка, служниця, прислуга, пошта, Почта, Логін

ταχυδρομείο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
posta, postë, dërgoj, email, maili, postë Elektronike

ταχυδρομείο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поща, мейл, пощата, имейл

ταχυδρομείο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
посылаць, пошта, почта

ταχυδρομείο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
meilima, post, mail, posti, kirja, mailile

ταχυδρομείο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poštanski, pošta, mail, pošte, poštu, mailom

ταχυδρομείο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mail, póstur, póst, tölvupóst, pósti

ταχυδρομείο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paštas, korespondencija, pašto, Mail, paštu, laišką

ταχυδρομείο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pasts, korespondence, pasta, pastu, mail, pastā

ταχυδρομείο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пошта, маил, mail, мејл

ταχυδρομείο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
poştă, poștă, email

ταχυδρομείο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pošta, mail, pošte, poštni, pošti

ταχυδρομείο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pošta, mail, pošty

Στατιστικά δημοτικότητας: ταχυδρομείο

Τυχαίες λέξεις