Kansalainen στα ελληνικά
Μετάφραση: kansalainen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπήκοος, θέμα, εθνικός, υποκείμενο, αντικείμενο, πολίτης, πολίτη, πολιτών, πολίτες, πολίτη της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kansainvälinen στα ελληνικά - διεθνής, διεθνείς, διεθνή, διεθνούς, διεθνών
- kansakunta στα ελληνικά - χώρα, εξοχή, προσγειώνομαι, πατρίδα, έθνος, έδαφος, προσγειώνω, ...
- kansalais- στα ελληνικά - ευπροσήγορος, εμφύλιος, πολιτικής, αστικές, πολιτών, της πολιτικής
- kansalaisuus στα ελληνικά - υπηκοότητα, ιθαγένεια, την ιθαγένεια, ιδιότητας του πολίτη, ιδιότητα του πολίτη
Τυχαίες λέξεις
Kansalainen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπήκοος, θέμα, εθνικός, υποκείμενο, αντικείμενο, πολίτης, πολίτη, πολιτών, πολίτες, πολίτη της
Μεταφράσεις: υπήκοος, θέμα, εθνικός, υποκείμενο, αντικείμενο, πολίτης, πολίτη, πολιτών, πολίτες, πολίτη της