Keko στα ελληνικά

Μετάφραση: keko, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιβάζω, στοιβάδα, ανάχωμα, στοίβα, σωρός, λόφος, λόφο, λόφου, ύψωμα, Χιλ
Keko στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • keitä στα ελληνικά - που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, οποίοι
  • kekkerit στα ελληνικά - ευωχούμαι, πανηγύρι, συμπόσιο, πανδαισία, εκδρομή, διασκεδάζω, γλέντι, ...
  • kekseliäisyys στα ελληνικά - ευφυΐα, εφευρετικότητα, εξυπνάδα, ευφυία, ευστροφία, επινοητικότητα
  • kekseliäs στα ελληνικά - καινοτόμος, νεωτεριστικός, ευφάνταστος, φαντασία, ευφάνταστη, ευφάνταστο, ευφάνταστες
Τυχαίες λέξεις
Keko στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιβάζω, στοιβάδα, ανάχωμα, στοίβα, σωρός, λόφος, λόφο, λόφου, ύψωμα, Χιλ