Keksi στα ελληνικά
Μετάφραση: keksi, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπισκότο, βαρελότο, μπισκότου, μπισκότων, μπισκότα, μπισκοτοποιίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kekseliäisyys στα ελληνικά - ευφυΐα, εφευρετικότητα, εξυπνάδα, ευφυία, ευστροφία, επινοητικότητα
- kekseliäs στα ελληνικά - καινοτόμος, νεωτεριστικός, ευφάνταστος, φαντασία, ευφάνταστη, ευφάνταστο, ευφάνταστες
- keksijä στα ελληνικά - εφευρέτης, εφευρέτη
- keksiminen στα ελληνικά - ανακάλυψη, καινοτομία, έλευση, σχεδιασμός, ερχομός, σύλληψη, εφεύρεση, ...
Τυχαίες λέξεις
Keksi στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπισκότο, βαρελότο, μπισκότου, μπισκότων, μπισκότα, μπισκοτοποιίας
Μεταφράσεις: μπισκότο, βαρελότο, μπισκότου, μπισκότων, μπισκότα, μπισκοτοποιίας