Kyky στα ελληνικά

Μετάφραση: kyky, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προικοδότηση, φιλοτεχνία, προτέρημα, κλίση, επιδεξιότητα, χάρισμα, ικανότητα, πεσκέσι, δωρεά, αρμοδιότητα, τέχνη, ταλέντο, δώρο, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
Kyky στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kykenevyys στα ελληνικά - ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητας, την ικανότητα, δυνατοτήτων
  • kykenevä στα ελληνικά - κραταιός, ικανός, αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο
  • kyljys στα ελληνικά - κόβω, τεμαχίζω, χτένι, τσεκουριά, κοτολέτα, παϊδάκι, κυμά, ...
  • kylki στα ελληνικά - πλαγιά, πλευρό, νεύρωση, πλευρού, rib, πλευρών
Τυχαίες λέξεις
Kyky στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προικοδότηση, φιλοτεχνία, προτέρημα, κλίση, επιδεξιότητα, χάρισμα, ικανότητα, πεσκέσι, δωρεά, αρμοδιότητα, τέχνη, ταλέντο, δώρο, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά