Λέξη: διάλεκτος

Σχετικές λέξεις: διάλεκτος

διάλεκτος των κλίνγκον, διάλεκτος κάτω ιταλίας, διάλεκτος λάρισας, διάλεκτος ορισμός, διάλεκτος θεσσαλονίκης, διάλεκτος είναι, διάλεκτος μυτιλήνης, διάλεκτοσ ιδίωμα, διάλεκτος και ιδίωμα, διάλεκτος κέρκυρας

Συνώνυμα: διάλεκτος

κορακίστικα, ιδίωμα, ομιλία

Μεταφράσεις: διάλεκτος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lingo, dialect, handpicked, parlance, a dialect
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dialecto, dialecto de, el dialecto, dialectal, dialectos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fachjargon, kauderwelsch, Dialekt, Mundart, Dialekts
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
idiome, langue, jargon, tapette, dialecte, le dialecte, dialecte de, patois, dialectes
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
linguaggio, dialetto, dialettale, il dialetto, dialetto di, dialetti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dialeto, dialecto, dialect, dialeto de, de dialeto
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dialekt, dialect, het dialect, dialect van, dialecten
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жаргон, диалект, диалекте, диалекта, диалектом
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dialekt, dialekten, dialekter
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dialekt, dialekten, dialekt som
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ammattikieli, murre, murretta, murteella, murteen, murteesta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dialekt, dialekten, dialekter
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jazyk, dialekt, nářečí, dialektu, dialektem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
język, dialekt, gwara, dialektem, dialektu, dialekcie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tájszólás, szaknyelv, szakzsargon, nyelvjárás, zsargon, dialektus, nyelvjárást, dialektusban, dialektust
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
lehçe, lehçesi, ağız, diyalekt, dialect
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
баритися, діалект
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dialekt, dialekti, dialektin, dialekti i, dialektit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жаргон, диалект, наречие, диалекта, говор
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дыялект, дыялекце, гаворку, дыялект мовы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
murre, dialekt, dialekti, murdes, murde
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dijalekt, narječje, dijalektu, dijalekta, dijalektom
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mállýskum, mállýska
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žargonas, tarmė, dialektu, dialektas, tarmės, kalbos dialektu
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
žargons, dialekts, dialektu, dialektā, izloksne
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дијалект, дијалектот, наречје, дијалектни, говор
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jargon, dialect, dialectul, dialecte, dialectului, limbaj
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žargon, narečje, dialect, dialekt, narečju, narečna
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dialekt, dialekt a

Στατιστικά δημοτικότητας: διάλεκτος

Τυχαίες λέξεις