Λέξη: διάσωση

Σχετικές λέξεις: διάσωση

διάσωση κύριας κατοικίας, διάσωση σκύλου, διάσωση του στρατιώτη ράιαν, διάσωση τραπεζών, διάσωση δελφινιών on camera, διάσωση και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της αγιορείτικης εστίας, διάσωση επιβαινόντων σε γαλλική θαλαμηγό, διάσωση πρώτης κατοικίας, διάσωση ονειροκρίτης, διάσωση σκύλου με ένα σάντουιτς (video)

Συνώνυμα: διάσωση

σωτηρία, περίσωση, σώστρα, περισωθέντα πράγματα, επιθαλάσσια αρωγή

Μεταφράσεις: διάσωση

διάσωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rescue, salvage, rescuing, saving, save

διάσωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
salvamento, salvar, rescatar, rescate, de rescate, rescate de, de salvamento

διάσωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bergung, errettung, retten, erlösung, rettung, erlösen, Rettung, Rettungs, Rettungs-

διάσωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rescousse, sauvetage, secours, délivrance, dépanner, secourir, sauver, salut, libération, de sauvetage, le sauvetage

διάσωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
salvare, salvataggio, soccorso, di salvataggio, di soccorso, il salvataggio

διάσωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
salvamento, salvar, acudir, poupar, rescindir, remir, resgate, de resgate, de salvamento, rescue

διάσωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
behouden, redden, bergen, redding, reddings-, rescue, reddingsoperaties

διάσωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
избавление, спасание, спасать, спасти, спасение, помощь, избавлять, выручать, выручка, освобождение, спасения, спасательные, спасательных, спасательная

διάσωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
redde, berge, redning, frelse, Rescue, rednings, unnsetning

διάσωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bärga, räddning, rädda, undsättning, räddnings, undsättnings

διάσωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pelastaa, pelastus, Rescue, pelasti, pelastamis-, pelastus-

διάσωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beholde, redde, redning, rednings-, en redning, undsætning, redningsstøtte

διάσωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
záchrana, zachraňovat, zachránit, vyprostit, pomoc, záchranu, záchranář, záchranné, záchranný

διάσωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ratować, odbicie, uratować, odratować, ratowanie, ocalić, ratunek, ocalenie, wyratować, ocalać, ratunkowy, ratownictwo, ratowniczy

διάσωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kimentés, mentés, mentési, megmentési célú, megmentési, mentő

διάσωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kurtarmak, kurtarma, rescue, bir kurtarma

διάσωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
палімпсест, рескрипт, порятунок, спасіння, врятування, рятування

διάσωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpëtim, shpëtimit, shpëtimi, të shpëtimit, e shpëtimit

διάσωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спасяване, спасителен, оздравяване, за оздравяване, спасителни

διάσωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выратаванне, выратаваньне, збаўленне, збавеньне, паратунак

διάσωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
päästma, päästmine, päästmiseks, pääste, päästmise, päästmis-

διάσωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izbaviti, spasiti, spašavanje, spasti, osloboditi, spasavanje, Rescue, spašavanja

διάσωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
björgun, bjarga, Rescue, björgunar, björgunar-

διάσωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gelbėjimas, gelbėjimo, sanavimo, Rescue, avarinio gelbėjimo

διάσωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
glābt, glābšana, glābšanas, Rescue, glābšanai, glābšanu

διάσωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
спасување, спасувачки, спасувачките, спасувањето, спасување на

διάσωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
salvare, de salvare, pentru salvare, salvarea, salvare de

διάσωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
reševanje, reševalni, reševalna, za reševanje, reševalne

διάσωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
záchrana, záchranu

Στατιστικά δημοτικότητας: διάσωση

Τυχαίες λέξεις