Lääkeannos στα ελληνικά
Μετάφραση: lääkeannos, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βύθισμα, δοσολογία, μουσκεύω, διαβροχής, πότημα, ποτήματος, καταιονισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- läähättää στα ελληνικά - λαχανιάζω, αγκομαχώ, ασθμαίνω, τολύπη, σηκώνω, ανύψωση, ανώθησης, ...
- lääke στα ελληνικά - φαρμακευτικός, φάρμακο, αλατίζω, θεραπεύω, καπνίζω, παστώνω, ναρκωτικό, ...
- lääketiede στα ελληνικά - ιατρική, φάρμακο, ιατρικής, το φάρμακο, φαρμάκου
- lääketieteellinen στα ελληνικά - ιατρικός, ιατρική, ιατρικές, ιατρικής, ιατρικών
Τυχαίες λέξεις
Lääkeannos στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βύθισμα, δοσολογία, μουσκεύω, διαβροχής, πότημα, ποτήματος, καταιονισμού
Μεταφράσεις: βύθισμα, δοσολογία, μουσκεύω, διαβροχής, πότημα, ποτήματος, καταιονισμού