Läpimitta στα ελληνικά

Μετάφραση: läpimitta, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάμετρος, διάμετρο, διαμέτρου, με διάμετρο
Läpimitta στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • läpikuultava στα ελληνικά - λαγαρός, διαφανής, ευκρινής, σαφής, καθαρός, απότομος, απόκρημνος, ...
  • läpikuultavuus στα ελληνικά - διαφάνεια, διαύγεια, ημιδιαφάνειας, ημιδιαφάνεια, διαύγειας, διαφάνεια η
  • läpinäkymätön στα ελληνικά - αδιαφανής, αδιαφανές, αδιαφανή, αδιαφανείς, αδιαφανούς
  • läpinäkyvä στα ελληνικά - απότομος, λιγνός, αραιός, ψιλός, απόκρημνος, καθαρός, λαγαρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Läpimitta στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάμετρος, διάμετρο, διαμέτρου, με διάμετρο