Λέξη: ρηχός

Σχετικές λέξεις: ρηχός

ρηχός άνθρωπος, ρηχός αγγλικά, ρηχός στα αγγλικα, ρηχόσ συνώνυμα

Συνώνυμα: ρηχός

αβαθής, επιπόλαιος

Μεταφράσεις: ρηχός

ρηχός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shallow, shallowness, shallowness of

ρηχός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
superficial, poco profundo, poco profunda, someras, poco profundas

ρηχός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
seicht, untiefe, flach, flachen, flache, seichten

ρηχός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
futile, bas, basse, bas-fond, superficiel, plat, peu profond, peu profonde, peu profondes, superficielle, profond

ρηχός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
superficiale, poco profondo, shallow, poco profonda, poco profonde

ρηχός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deva, baixo, raso, rasa, superficial, rasas, pouco profunda

ρηχός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oppervlakkig, ondiep, licht, ondiepe

ρηχός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отмель, маловодный, мелкий, мельчайший, пустой, мелеть, поверхностный, мелководный, бессодержательный, мель, пустоголовый, неглубокий, аллювиальный, мелкой, неглубоко, неглубокой, мелкая

ρηχός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grunn, grunne, grunt

ρηχός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grund, grunt, Kort, grunda, ytlig

ρηχός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
matala, madaltaa, madaltua, matalikko, pinnallinen, matalassa, matalia, matalissa, shallow

ρηχός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lav, lavvandede, lavvandet, lavt, overfladisk, lave

ρηχός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mělčina, slabý, mělký, povrchní, mělké, mělká, mělkých

ρηχός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
płytki, powierzchowny, niegłęboki, spłycać, miałki, spłycieć, powierzchniowy, płycizna, płytkie, shallow, płytkiej, płytkich

ρηχός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felszínes, sekély, lapos, a sekély

ρηχός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sığ, sığ bir, yüzeysel, derin olmayan

ρηχός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дрібний, мілкий, невеликий, дощ, Невелика, місцями

ρηχός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
cekët, i cekët, e cekët, të cekët, ceket

ρηχός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мела, плитък, плитки, плитка, плитко, плитките

ρηχός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дробны, дробнае, дробная

ρηχός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
madal, madalas, pinnapealne, madalad, madalates

ρηχός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
površan, plitak, plitkog, plitko, plitka, plitki, plićak

ρηχός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grunnur, grunnt, grunn, grunnum, grunnu

ρηχός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
seklus, sekli, seklių, negilus, paviršutiniškas

ρηχός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sekls, sekla, sekli, seklā, seklu

ρηχός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плитко, плитки, плиток, плитките, плитка

ρηχός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
superficial, superficială, mică adâncime, de mică adâncime, puțin adâncă

ρηχός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plitev, plitva, plitvo, plitko, plitka

ρηχός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plytký, mělký
Τυχαίες λέξεις