Λέξη: πείραμα

Σχετικές λέξεις: πείραμα

πείραμα αϋπνίας, πείραμα cern, πείραμα για δωρέαν ηλεκτρισμό, πείραμα με τη γάτα του σρέντιγκερ, πείραμα του μίλγκραμ, πείραμα του milgram, πείραμα της φιλαδέλφειας, πείραμα φιλαδέλφειας, πείραμα διπλής σχισμής, πείραμα φυλάκισης του στάνφορντ, το πείραμα

Μεταφράσεις: πείραμα

πείραμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
experiment, test, experiment was, the experiment, experiment is

πείραμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
experiencia, prueba, experimento, experimento de, el experimento, experimentos

πείραμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
experiment, versuch, Experiment, Versuch, Experiments, experimentieren

πείραμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éprouver, expérimentons, expérimentent, expérimentez, expérience, tentative, expérimenter, essai, expérimentation, l'expérience

πείραμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prova, esperienza, esperimento, sperimentare, dell'esperimento, sperimentazione, esperimento di

πείραμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
experiências, experiência, experimentar, experiente, experimento, experimento de, experimental, experiência de

πείραμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
experimenteren, proefneming, proef, experiment, experimenten

πείραμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опыт, экспериментировать, эксперимент, эксперимента, эксперименте

πείραμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eksperiment, eksperimentet, forsøket, forsøk, eksperimentere

πείραμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
experiment, prov, experimentera, experimentet, försök, försöket

πείραμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kokeileminen, kokeilu, kokeilla, koe, kokeen, kokeessa, kokeilun

πείραμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsøg, eksperiment, forsøget, eksperimentet

πείραμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pokus, experiment, zkoušet, zakusit, experimentovat, experimentu, experimentem, experimentov

πείραμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
eksperyment, eksperymentowanie, eksperymentować, próba, doświadczenie, doświadczać, eksperymentu, eksperymentem

πείραμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kísérlet, kísérletet, kísérletben, kísérleti, kísérletek

πείραμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
deneme, deney, deneyi, deneyin

πείραμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
експериментувати, експеримент, дослід, досвід

πείραμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
eksperiment, eksperimenti, eksperiment i, eksperimentojnë, eksperimenti i

πείραμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
експеримент, опят, експеримента, опит, опити

πείραμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эксперымент, экспэрымэнт

πείραμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eksperiment, katsetama, katse, eksperimendi, katses, katset

πείραμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
eksperiment, pokus, pokušaj, ogled, pokušati, eksperimenta, pokusa, eksperimentu

πείραμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tilraun, tilraunin, tilraunir, tilraun til, gera tilraunir

πείραμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
eksperimentas, bandymas, eksperimento, eksperimentą, eksperimentuoti

πείραμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
eksperimentēšana, eksperiments, eksperimentu, eksperimenta, eksperimentēt

πείραμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
експеримент, експериментот

πείραμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
experimentare, experiment, experimentul, experimentului, experiment de, de experiment

πείραμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
eksperiment, poskus, poskus je, poskusa

πείραμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pokus, experiment, experimentu

Στατιστικά δημοτικότητας: πείραμα

Τυχαίες λέξεις