Leventää στα ελληνικά

Μετάφραση: leventää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διευρύνω, φαρδαίνω, πλαταίνω, διευρύνουν, διευρύνει, διευρυνθεί, να διευρύνει, να διευρύνουν
Leventää στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • levennys στα ελληνικά - κόλπος, συγκέντρωση, προσέλευση, συμμετοχή, ποσοστό συμμετοχής, συμμετοχής
  • leventyä στα ελληνικά - διευρύνω, φαρδαίνω, πλαταίνω, διευρύνουν, διευρύνει, διευρυνθεί, να διευρύνει, ...
  • levetä στα ελληνικά - πλαταίνω, φαρδαίνω, διευρύνω, διευρύνουν, διευρύνει, διευρυνθεί, να διευρύνει, ...
  • leveys στα ελληνικά - φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους
Τυχαίες λέξεις
Leventää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διευρύνω, φαρδαίνω, πλαταίνω, διευρύνουν, διευρύνει, διευρυνθεί, να διευρύνει, να διευρύνουν