Λέξη: οδήγηση
Σχετικές λέξεις: οδήγηση
οδήγηση ονειροκριτης, οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος, οδήγηση ferrari, οδήγηση σε ανηφόρα, οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, οδήγηση καρτ, οδήγηση χωρίς πινακίδες, οδήγηση χωρίς δίπλωμα, οδήγηση αυτοκινήτου
Μεταφράσεις: οδήγηση
οδήγηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
motoring, driving, drive, riding, driving a, ride
οδήγηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conducción, manejo, de conducción, conducir, la conducción
οδήγηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
autofahren, chauffierend, fahrend, leitend, Fahren, Antriebs, Fahr, Treiber, Driving
οδήγηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
automobilisme, direction, voyage, gestion, conduite, trajet, course, entraînement, conduire, la conduite, volant
οδήγηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guida, di guida, conduzione, la guida, driving
οδήγηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
condução, motriz, de condução, dirigir, a condução
οδήγηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aandrijving, rijden, driving, drijvende, rij
οδήγηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
езда, загон, ведение, передача, проходка, автомобилизм, вождение, катание, вождения, движущей, Driving, движущая
οδήγηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjøring, driving, kjøre, kjører, drivende
οδήγηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
körning, driv, drivande, driving, förar
οδήγηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ajo, Kuljettajan, driving, ajo-
οδήγηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kørsel, driving, drivende, køre, køre-
οδήγηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jízda, automobilismus, řízení, řidičský, hnací, k jízdě Provozní, driving
οδήγηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prowadzenie, motoryzacja, automobilizm, przejażdżka, jazda, zmotoryzowanie, napędowy, jazdy, prowadzenia pojazdu, napędową
οδήγηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hajtó, autózás, becsavarás, kihajtás, vezetés, vezetési, vezetői, vezetést
οδήγηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sürücü, sürüş, bir sürüş, itici, driving
οδήγηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ведення, їзда, водіння, керування
οδήγηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngarje, makinës, lëvizëse, shoferi, shtytëse
οδήγηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шофиране, управление, на шофиране, шофирането, за управление
οδήγηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кіраванне, ваджэнне, ваджэння
οδήγηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõitmine, innukas, sõidu, juhtimise, juhiloa, juhtimine, sõidu-
οδήγηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vozački, vozna, vožnja, vožnje, vožnji, u vožnji, obilazak
οδήγηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
akstur, æfingasvæði, aka, nearby, akstri
οδήγηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vairavimas, vairuotojo, Vairavimo, Driving, važiavimo
οδήγηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
braukšana, braukšanas, vadītāja, vadīšanas, Braukšana ar
οδήγηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
возење, за возење, возењето, возачка, возачки
οδήγηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de conducere, conducere, condus, de condus, conducerea
οδήγηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vožnja, vožnje, gonilna, vozniško, vožnjo
οδήγηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jazda, automobilizmus, vodičský, vodičského, vodičské
Στατιστικά δημοτικότητας: οδήγηση
Τυχαίες λέξεις