Liennyttää στα ελληνικά
Μετάφραση: liennyttää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιέχω, περιλαμβάνω, κρατώ, αναχαιτίζω, αμπάρι, κόβω, χαλαρούμαι, χαλαρώνω, χαλαρώσει, ξεσφίξτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- liemi στα ελληνικά - ακαταστασία, ζουμί, υγρό, σάλτσα, σούπα, χυμός, στοκ, ...
- liemikauha στα ελληνικά - προφήτης, μάντης, μάντη, μάντισσα, μάντις
- lieriö στα ελληνικά - κύλινδρος, κυλίνδρου, κύλινδρο, κυλίνδρων, του κυλίνδρου
- liesituuletin στα ελληνικά - κουκούλα, απορροφητήρας, απορροφητήρα, αποροφητήρα, αποροφητήρας
Τυχαίες λέξεις
Liennyttää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιέχω, περιλαμβάνω, κρατώ, αναχαιτίζω, αμπάρι, κόβω, χαλαρούμαι, χαλαρώνω, χαλαρώσει, ξεσφίξτε
Μεταφράσεις: περιέχω, περιλαμβάνω, κρατώ, αναχαιτίζω, αμπάρι, κόβω, χαλαρούμαι, χαλαρώνω, χαλαρώσει, ξεσφίξτε