Λέξη: σγουρός

Σχετικές λέξεις: σγουρός

σγουρός εκλογές, σγουρός νδ, σγουρός ψηφοδέλτιο, σγουρός υποψήφιος περιφερειάρχης, σγουρός υποψήφιοι, σγουρός βιογραφικό, σγουρός χαρδαλιάς, σγουρός αντιπεριφερειάρχες, σγουρός περιφέρεια αττικής, σγουρός γιάννης

Συνώνυμα: σγουρός

τραγανός, εύθραυστος, τσουχτερός, κρύος, ζωηρός, αφράτος, κατσαρός, πτυχωτός

Μεταφράσεις: σγουρός

σγουρός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
curly, frizzy, frizzly, crinkly, crispy, crisp

σγουρός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rizado, crespo, muy rizado, encrespado, frizz

σγουρός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lockig, kraus, geringelt, gewellte, lockenkopf, krauses, frizzy, krausen, krausem

σγουρός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bouclé, ondulant, crépu, frisé, onduleux, ondulatoire, ondulé, ondé, crépus, frisés, Frizzy, Cheveux crépus

σγουρός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricciuto, crespo, crespi, frizzy, ricci, frizzante

σγουρός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
crespos, crespo, enrolados, frizzy, Cabelo Crespo

σγουρός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kroeshaar, kroezend, frizzy, kroezig, kroes

σγουρός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
курчавый, волнистый, вьющийся, кудрявый, изогнутый, вьющиеся, вьющимися, вьющихся, курчавые

σγουρός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frizzy, krusete, kruset

σγουρός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
burrigt, frizzy, frissigt, krulligt, krusigt

σγουρός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiemurainen, kihara, frizzy, pörröiset, pörröisille, kähärä

σγουρός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kruset, frizzy, krusede

σγουρός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vlnitý, kudrnatý, kudrnaté, kudrnatá, kadeřavý, kadeřavé

σγουρός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
klamrowy, kręcony, kędzierzawy, chrupiący, frizzy, kędzierzawe, kręcone

σγουρός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
göndör, frizzy, bodros

σγουρός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kıvırcık, frizzy, bukle bukle, kıvırcıklık, kıvır kıvır

σγουρός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хвилястий, кучерявенький, кучерявий, в'юнкий, витких, в'ється, що в'ється

σγουρός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kaçurrel, i dredhur, dredhur

σγουρός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
къдрав, къдрава, чуплива

σγουρός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўецца, павойны, як уецца, які віўся

σγουρός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lokkis, kähar, särisev, säbruline, krässus, säbar, Kihara

σγουρός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uvojak, kovrča, kovrčati, rotor, kovrčav, neposlušnu, frizzy, kovrčast, kovrčava

σγουρός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
liðaður, hrokkinn, frizzy

σγουρός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
crispans

σγουρός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
garbanotas, garbanoti, Chrupiący

σγουρός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
frizzy

σγουρός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
frizzy

σγουρός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
buclat, creț, cret, frizzy, cârlionțat, toaletat

σγουρός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Kovrčav, Kovrčast

σγουρός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kučeravý, kučeravé, Kudrna, kučeravá

Στατιστικά δημοτικότητας: σγουρός

Τυχαίες λέξεις