Lieventää στα ελληνικά

Μετάφραση: lieventää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστολή, κολάζω, φρονηματίζω, τιμωρώ, μετριασμό, άμβλυνση, μετριάσουν, μετριάσει, αμβλύνουν
Lieventää στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lieve στα ελληνικά - ούγια, μεθόριος, ρεβέρ, ρέλι, φούστα, χείλος, σύνορο, ...
  • lievennys στα ελληνικά - ελάττωση, ανάγλυφος, αρωγή, χασμωδία, ανάπαυλα, μείωση, ανακούφιση, ...
  • liha στα ελληνικά - κρέας, σάρκα, κρέατος, κρεάτων, το κρέας, κρέατα
  • lihakauppias στα ελληνικά - σφάζω, χασάπης, κρεοπώλης, κρεοπωλείο, χασάπη, κρεοπωλεία
Τυχαίες λέξεις
Lieventää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστολή, κολάζω, φρονηματίζω, τιμωρώ, μετριασμό, άμβλυνση, μετριάσουν, μετριάσει, αμβλύνουν