Λέξη: ομάδα
Σχετικές λέξεις: ομάδα
ομάδα ε, ομάδα σημείο μηδέν, ομάδα αλήθειας, ομάδα δικηγόρων για τα δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών, ομάδα λαϊκών αγωνιστών, ομάδα αίματος, ομάδα ubuntu, ομάδα ρετο, ομάδα έψιλον, ομάδα αιγαίου, εθνική ομάδα
Συνώνυμα: ομάδα
συνασπισμός, πακέτο, δέμα, δέσμη, ομάς, αγέλη, ζεύγος ζώων, όμιλος, συγκρότημα, συνομοταξία, σύμπλεγμα, κόμμα, πάρτι, κόμμα πολιτικό, παρέα, ενωμοτία, ουλαμός, πλήθος, θίασος, ίλη ιππικού
Μεταφράσεις: ομάδα
ομάδα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
group, team, party, group of, the team
ομάδα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
colectivo, atelaje, agrupación, tiro, equipo, yunta, categoría, grupo, grupo de, del grupo, el grupo, de grupo
ομάδα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pulk, abstieg, gruppen, gruppe, gruppierung, gespann, mannschaft, Gruppe, Gruppen
ομάδα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
combinaison, regroupement, peloton, escouade, brigade, groupement, ensemble, dispositif, attelage, grouper, équipe, groupe, troupe, classe, rassembler, collectif, groupe de, groupes, un groupe
ομάδα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compagine, crocchio, gruppo, squadra, scaglione, gruppo di, di gruppo, del gruppo, gruppi
ομάδα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
equipe, professor, mestra, grupo, mestre, ti me, agrupar, turma, terras, grupo de, do grupo, grupos, de grupo
ομάδα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
elftal, groepering, ploeg, groep, equipe, team, Group, groepen, de groep
ομάδα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
упряжка, бригада, ансамбль, иметь, гурьба, команда, партия, класс, общество, стадо, ватага, кружок, сгруппировать, дружина, расчёт, группировать, группа, группы, группу, группой, группе
ομάδα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gruppe, lag, mannskap, flokk, gruppen, konsernet
ομάδα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trupp, lag, grupp, arbetslag, gruppen, koncernen
ομάδα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valjakko, konsortio, ryhmä, ryhmitellä, ryhmitys, erä, laatu, joukkue, joukkio, joukko, ryhmän, Tuoteryhmä, ryhmään, ryhmästä
ομάδα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gruppe, gruppering, hold, team, patrulje, gruppen, koncernen, koncern
ομάδα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
brigáda, seskupit, garnitura, soubor, sestava, seskupovat, kolektivní, družstvo, grupa, skupina, potah, četa, spřežení, mužstvo, seskupení, kolektiv, skupinu, skupiny, Group, skupinou
ομάδα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaprzęgać, peleton, klasyfikować, reprezentacja, grono, grupować, sztab, dzielić, zaprzęg, drużyna, grupa, brygada, gromada, ekipa, grupka, koncern, grupy, grupę, grupą, grupie
ομάδα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
legénység, munkaközösség, csoport, csoportot, csoportban, csoportja
ομάδα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
grup, grubu, grubudur, grubunun, grubunu
ομάδα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гурт, бригада, згрупувати, група, колектив, угруповання, команда, групу, группа
ομάδα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
skuadër, grup, grupi, grupit, grup i, grupi i
ομάδα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
група, команда, групата, групи, групов
ομάδα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
група, гурт, группа
ομάδα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
meeskond, grupp, kogunema, rühm, rühma, grupi, kontserni
ομάδα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
momčad, grupa, družina, grupirati, brigada, skupina, grupe, tima, skupinu, skupine
ομάδα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hópur, lið, hóp, hópurinn, hópnum, hópi
ομάδα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
būrys, grupė, brigada, komanda, Group, grupės, grupę
ομάδα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
komanda, grupa, brigāde, grupējums, grupas, grupu, grupā
ομάδα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
група, групата, групи, групата која
ομάδα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
echipă, grup, formai, chip, grupare, grup de, grupului, grupă
ομάδα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kapela, moštvo, ekipa, grupa, skupina, skupine, skupino, filter
ομάδα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
družstvo, mužstvo, grupa, skupinový, skupina, kapela, tým, skupiny, skupinu, skupinou