Määränpää στα ελληνικά
Μετάφραση: määränpää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προορισμός, γκολ, προορισμού, προορισμό, τον προορισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- määräenemmistö στα ελληνικά - επικράτηση, με ειδική πλειοψηφία, ειδική πλειοψηφία, ειδικής πλειοψηφίας, ειδική πλειοψηφία και
- määrällinen στα ελληνικά - ποσοτικός, ποσοτικών, ποσοτικά, ποσοτική, ποσοτικούς
- määräraha στα ελληνικά - κατανομή, κλήρος, καταμερισμός, οικειοποίηση, πίστωση, πιστώσεις, Η πίστωση, ...
- määrätietoinen στα ελληνικά - σκόπιμος, σκόπιμη, αποφασιστική, συγκροτημένη, σκόπιμες
Τυχαίες λέξεις
Määränpää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προορισμός, γκολ, προορισμού, προορισμό, τον προορισμό
Μεταφράσεις: προορισμός, γκολ, προορισμού, προορισμό, τον προορισμό