Määrittää στα ελληνικά

Μετάφραση: määrittää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξακριβώνω, διαπιστώνω, αποφασίζω, υπολογίζω, καθορίζω, προσδιορίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Määrittää στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • määritelmä στα ελληνικά - ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό
  • määrittelyjoukko στα ελληνικά - αρμοδιότητα, περιοχή, κτήση, κυριαρχία, ορισμός, ορισμό, ορισμού, ...
  • määritys στα ελληνικά - δοκιμάζω, στερέωση, προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
  • määrä στα ελληνικά - ποσόν, τιμή, βαθμός, ανέρχομαι, πτυχίο, αναλογία, στοιχείο, ...
Τυχαίες λέξεις
Määrittää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξακριβώνω, διαπιστώνω, αποφασίζω, υπολογίζω, καθορίζω, προσδιορίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί