Αποφασίζω στα φινλανδικά

Μετάφραση: αποφασίζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ponsi, päätöslauselma, määräys, varmistaa, ratkaista, määrätä, laki, asettaa, valta, hälventää, määritellä, sääntö, sovitella, päätös, herruus, periaate, päättää, päättämään, päättävät, päätettävä
Αποφασίζω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποφασίζω

αποφασίζω συνώνυμα, αποφασίζω συνώνυμο, αποφασίζω ετυμολογία, αποφασίζω english, αποφασίζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αποφασίζω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποφάγια στα φινλανδικά - romuttaa, hävittää, hitunen, jäänne, kiistellä, roska, pala, ...
  • αποφαίνομαι στα φινλανδικά - apofainomai
  • αποφασισμένος στα φινλανδικά - määritetty, määräytyy, määritettiin, määritellään, määritetään
  • αποφασιστικός στα φινλανδικά - kriittinen, päättäväinen, kiistaton, ratkaiseva, ratkaisevaa, ratkaisevan, ratkaisevia, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποφασίζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: ponsi, päätöslauselma, määräys, varmistaa, ratkaista, määrätä, laki, asettaa, valta, hälventää, määritellä, sääntö, sovitella, päätös, herruus, periaate, päättää, päättämään, päättävät, päätettävä