Λέξη: οξύ

Σχετικές λέξεις: οξύ

οξύ πνευμονικό οίδημα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου συμπτώματα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, οξύ ψυχωσικό επεισόδιο, οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, οξύ διαρροϊκό σύνδρομο, οξύ πνευμονικό οίδημα θεραπεία, οξύ γλαύκωμα, οξύ εκδόσεις, υαλουρονικό οξύ, φυλλικό οξύ, ουρικό οξύ, υαλουρονικο, υαλουρονικό οξύ τιμές, φολικό οξύ, υαλουρονικο οξυ, υαλουρονικό οξύ παρενέργειες, σαλικυλικό οξύ, ουρικο οξύ

Συνώνυμα: οξύ

οξύς, οξύ χημεία

Μεταφράσεις: οξύ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acid, acid is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agrio, acedo, ácido, de ácido, el ácido, ácidos, del ácido
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sauer, säure, Säure, sauren, saure
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acrimonieux, acerbe, aigre, sur, acide, l'acide, acides, d'acide, de l'acide
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acido, acre, aspro, di acido, l'acido, acidi, dell'acido
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acerbo, ácidos, azedo, ácido, �ido, de ácido, o ácido, do ácido
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hevig, zuur, scherp, doordringend, fel, schel, zuren, snerpend, schril, zure, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
язвительность, кислотный, кислота, кислый, кислоты, кислоту, кислотой
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sur, syre, syren
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
syra, syrlig, sur, syran
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hapan, hapot, happo, karvas, hapon, happoa, acid, hapolla
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sur, syre, acid, syren
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kyselost, kousavý, kyselý, kyselina, kyseliny, kyselinu, kyselinou, kyselin
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kwasek, kwaśny, solny, cierpki, kwasowy, kwas, kwasu, kwasem, kwasów
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sav, savas, savval, savat
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
asit, ekşi, asidi, asid, asidin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кислота, кислотний, кислоти
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
acid, acidi, acidit, -acid, acide
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
киселина, киселини, киселинен, кисел
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кіслата, кіслаты
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lsd, kibe, hape, happe, happega, hapet, acid
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
igličast, kiselina, kiseline, kiselinu, kiselinom
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
acid, sýru, sýra, add, acld
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
acidus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rūgštis, rūgšties, rūgščių, rūgštimi, rūgštį
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skābs, skābe, skābes, acid, skābi, skābju
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
киселината, киселина, киселински, киселини
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acid, acidului, acidul, de acid, acidă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kislina, kisline, acid, kislino
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kyselina, kyseliny, kyselinu

Στατιστικά δημοτικότητας: οξύ

Τυχαίες λέξεις