Mäntä στα ελληνικά
Μετάφραση: mäntä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστόνι, έμβολο, εμβόλου, του εμβόλου, εμβόλων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mäntti στα ελληνικά - πιπίλα, λευκό, λευκή, άσπρο, λευκά, λευκού
- mänty στα ελληνικά - πεύκο, πεύκα, πεύκου, πεύκης, πεύκων
- märehtijä στα ελληνικά - μηρυκαστικών, μηρυκαστικά, μηρυκαστικό, από μηρυκαστικά, των μηρυκαστικών
- märehtiä στα ελληνικά - μασώ, μηρυκάζω, αναμασώ, αναμασάει την τροφή
Τυχαίες λέξεις
Mäntä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστόνι, έμβολο, εμβόλου, του εμβόλου, εμβόλων
Μεταφράσεις: πιστόνι, έμβολο, εμβόλου, του εμβόλου, εμβόλων